- νεόπλασμα
- τοιατρ. κακοήθης όγκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neoplasme < νε(ο)-* + πλάσμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεόπλασμα — το, ατος (ιατρ.), καλοήθης ή κακοήθης όγκος, που παράγεται από τους ιστούς του οργανισμού, αλλ. βλάστωμα: Όλατα νεοπλάσματα δεν είναι κακοήθους μορφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήλωμα — Νεόπλασμα που προέρχεται από το επιθήλιο. Εντοπίζεται σε διάφορα μέρη του σώματος (έντερο, δέρμα, μαστός, ουροδόχος κύστη κλπ.) Συνήθως είναι καλόηθες. * * * το [θηλή] ιατρ. γενική ονομασία καλοηθών όγκων τού δέρματος … Dictionary of Greek
νεοπλασματικός — ή, ό [νεόπλασμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεόπλασμα ή αυτός που προέρχεται από το νεόπλασμα, αλλ. νεοπλαστικός («νεοπλασματικός όγκος») 2. φρ. «νεοπλασματική καχεξία» ιατρ. η γενική κακή κατάσταση τού οργανισμού εξαιτίας τής παρουσίας … Dictionary of Greek
οστεοσάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθες νεόπλασμα του συνδετικού ιστού, το οποίο αναπτύσσεται μέσα ή από τα στοιχεία του οστού. Είναι εξαιρετικά κυτταροβριθές νεόπλασμα, και αποτελείται από στρογγυλά νεόπλαστα, από ατρακτοειδή ή πολύμορφα κύτταρα και από… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
αιδεσιμολογιότητα — η ( ης, ητος) ως προσφώνηση έγγαμου ιερέα, πρωτοπρεσβύτερου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιδέσιμος + λόγιος + κατάλ. ότητα < ότης η λ. αποτελεί νεόπλασμα τού Διονυσίου Εφέσου] … Dictionary of Greek
γλοίωμα — Όγκος των νευρογλοιακών κυττάρων, που μπορεί να ποικίλλει πολύ ως προς τον βαθμό κακοήθειάς του και τον ρυθμό ανάπτυξής του. * * * το νεόπλασμα που αποτελείται από κύτταρα τής νευρογλοίας, τού ιστού ο οποίος στηρίζει και προστατεύει τα νευρικά… … Dictionary of Greek
δερμάτωμα — το νεόπλασμα τού δέρματος … Dictionary of Greek
κυλίνδρωμα — το ιατρ. καλοήθες ή κακόηθες επιθηλιακό νεόπλασμα, ανάλογα με την εντόπιση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindrome < cylindr(o) (< λατ. cylindrus < κύλινδρος) + κατάλ. ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη] … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek